ύλαγμα

ύλαγμα
-άγματος, και ὕλασμα, -άσματος, τὸ, Α
1.το γάβγισμα τού σκυλιού, υλακή
2. στον πληθ. τὰ ὑλάγματα
μτφ. αισχρά λόγια
3. φρ. «νήπια ὑλάγματα»
μτφ. λόγια δηλωτικά οργής, θυμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, -* «γαβγίζω, φωνάζω» με ουρανική εκφραστική παρέκταση -γ- και κατάλ. -μα (πρβλ. οἴμωγμα). Ο τ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό του, με το ρ. ὑλάσσω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὕλαγμα — bark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλαγμάτων — ὕλαγμα bark neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλάγμασι — ὕλαγμα bark neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλάγμασιν — ὕλαγμα bark neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλάγματα — ὕλαγμα bark neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] …   Dictionary of Greek

  • ύλασμα — άσματος, τὸ, Α βλ. ὕλαγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”