- ύλαγμα
- -άγματος, και ὕλασμα, -άσματος, τὸ, Α1.το γάβγισμα τού σκυλιού, υλακή2. στον πληθ. τὰ ὑλάγματαμτφ. αισχρά λόγια3. φρ. «νήπια ὑλάγματα»μτφ. λόγια δηλωτικά οργής, θυμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, -ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω» με ουρανική εκφραστική παρέκταση -γ- και κατάλ. -μα (πρβλ. οἴμωγμα). Ο τ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό του, με το ρ. ὑλάσσω*].
Dictionary of Greek. 2013.